http://sofiapotari.blogspot.gr/

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Παραγγελιά – Σοφία Πόταρη


-Tί θες Βασιλικούλα μου να φέρω απ' την Πόλι;
-Φέρε βελόνι και κλωστή, να ράψω ένα φακιόλι.

-Τί απ’ της Βενετιάς ποθείς το ξακουστό παζάρι;
-Θέλω σεντόνια να μου βρεις, κατάσπροι να ‘ναι γλάροι.

-Τί θέλεις απ’ τη Μάνη μας πάνω σου να κρεμάσεις;
-Βόλι μπιστόλας φέρε μου, ποτέ να μη με χάσεις.

-Τί λαχταράς καρδούλα μου απ’ τ’ Αναπλιού τη χάρι;
-Παράγγειλε του έρωτα ωραίο κεχριμπάρι.

-Και τί ματάκια μου ποθείς απ’ τα δικά μου χέρια;
-Πάνω μου σύρτα, να χαρείς, Λευκάδας δυο μαχαίρια!






Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Η ερωτευμένη Πότα – Σοφία Πόταρη


-Αστράφτω και αχολογώ σαν το ρουμάνι στο βουνό
το Γιάννο τον αρματολό τον θέλω άντρα κι αρχηγό.
-Μωρή ζουρλή, μωρή λωλή, που είσαι μάνα κι αδερφή
πό 'χεις γονιοί,  πό 'χεις και γιοί, πό 'χεις  γειτόνοι κι ανεψιοί.
- Βουλή γω γέρου δεν γρικώ,  γω θα φιλώ λεβεντονιό
γονιοί και γιοί  τους λησμονώ,  γειτόνοι τους αντιπερνώ.
-Μωρή ζουρλή, μωρή λωλή, πού έχεις έγνοιες και δουλειές
πό 'χεις ελιές, πό 'χεις βραγιές με τις χτιστές τις αρμακιές.
-Δουλειές βραγιές γω τις ξεχνώ, γω τις ελιές τις ξερριζώ
τις αρμακιές πατώ πηδώ,  τις έγνοιες στέρνα την σκεπώ.
-Μωρή ζουρλή, μωρή λωλή, δεν θα γλιτώσεις το κακό
πό 'χεις και άντρα κι αδερφό και θα γενεί το φονικό.
-Γενιά και σόι εγώ ξεχνώ, εγώ ανεβαίνω στο βουνό
τον Γιάννο τον αρματολό τον κάνω άντρα κι αδερφό.







Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

Ασημοκάρφι – Σοφία Πόταρη


Η αγάπη γλύφει το κορμί, το γλυκοκαλιγώνει,
σαν αλογάτου πέταλο σε μάστορα το χέρι
μεράκι βάνει σε φτιαξιάς καλούπι δίχως ταίρι
και το βαράει στ’ αμόνι του και τ’ ασημοκαρφώνει.

Και σαν βαστά το τέλειο κι ομορφοστολισμένο,
ασήμι χύνει τη χαρά, χρυσάφι την ορμή του,
στ’ αλόγου την περπατησιά αχνάρι την ψυχή του,
όπου πατεί κι όπου σταθεί και το ’χει γνωρισμένο,

πως νύχι του και σίδερο φιλιούνται αγκαλιασμένα,
σαν χώμα σημαδεύουνε και πέτρα και χορτάρι,
που λες πια σιδερόνυχο καλπάζει το ποδάρι
στου έρωτα την προσταγή, μ’ έρωτα φιλιωμένα.

Αγάπη, βάρος το λυγάς και το κορμί ανθρωπίζεις,
εκείνο μέταλλο θαμπό κι εσύ τ’ ασημοκάρφι.
Και σαν η λιθαριά ογρή στο σίδερο θε νά 'ρθει,
ξανά καλοστεριώνεσαι και Πήγασσος ορμίζεις.